δεξιοσειρος

δεξιοσειρος
    δεξιόσειρος
    δεξιό-σειρος
    ὅ (sc. ἵππος) правая пристяжная лошадь (самая сильная в запряжке четверкой); перен. могучий, мощный (эпитет Арея) Soph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δεξιοσειρος" в других словарях:

  • δεξιόσειρος — δεξιόσειρος, ο (Α) 1. (ίππος) ο δεμένος στα δεξιά τού τεθρίππου άρματος, ο οποίος δεν ήταν ζεμένος, όπως οι άλλοι δύο στον ζυγό, αλλά έξω απ αυτόν, σε σκοινί 2. ορμητικός, ζωηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + σειρος < σειρά] …   Dictionary of Greek

  • δεξιόσειρος — right hand trace masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιοσείρων — δεξιόσειρος right hand trace masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAUCASUS — I. CAUCASUS mons editissimus in Septentrionali Asiae parte, Indiam dirimens a Scythia. Val. Flaccus, l. 5. Argonaut. v. 154. Ultimus inde sinus, saevumque Cubile Promethei Cernitur in gelidas consurgens Caucasus Arctos. A Circassis Salatta,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»